Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τῶν νεκρῶν

  • 1 σκυλευω

        1) снимать (с убитого врага) доспехи
        

    (σ. τοὺς νεκρούς Her., Thuc., Plat.)

        σ. τινὰ τεύχεα Hes. или σ. τινὸς τὰ ὅπλα Xen.снимать с кого-л. оружие

        2) снимать ( вообще)
        3) отнимать
        4) грабить
        

    (τὰς πόλεις Polyb.)

    Древнегреческо-русский словарь > σκυλευω

  • 2 δεκαταιος

        3
        1) десятидневный
        

    (νεοττός Arst.; βρέφος Luc.)

        2) совершающийся на десятый день
        

    ἥκειν δεκαταῖον ἐξ Ἀθηνῶν Plut. — прийти на десятый день из Афин;

        ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Plat.когда на 10-й день были убраны трупы

    Древнегреческо-русский словарь > δεκαταιος

  • 3 εξαναστασις

        - εως ἥ
        1) изгнание, выселение
        

    (ἐ. καὴ καταφθορά Polyb.)

        2) воскресение
        

    (τῶν νεκρῶν NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > εξαναστασις

  • 4 συμφορησις

        - εως ἥ
        1) снесение в одно место, складывание (sc. τῶν νεκρῶν Plut.)
        2) скопление, наплыв

    Древнегреческо-русский словарь > συμφορησις

  • 5 εκ

    (перед гласн. εξ) πρόθ. με γεν.
    1) (при обознач, места) из; с; εκ τού παραθύρου из окна; ανεχώρησεν εξ Αθηνών он выехал из Афин; αφίκετο εκ Παρισίων он прибыл из Парижа; κατέπεσεν εξ ΰψους δέκα μέτρων он упал с высоты десять метров; εκ δεξιών справа, с правой стороны; εξ αριστερών слева, с левой стороны; εκ τού πλησίον, εκ τού σύνεγγυς с близкого расстояния; εκ των πλαγίων сбоку; εκ των έμπροσθεν спереди; εκ των όπισθεν сзади, с тылу; 2) (при обознач, происхождения, источника): τα εκ τού εμπορίου κέρδη торговые доходы; κατάγεται εξ ευγενών он из дворян; κατάγεται εκ Πελοποννήσου он из Пелопоннеса; έλαβε τα χρήματα εκ τού ταμείου он получил деньги из кассы; 3) (при обознач, лица или предмета, которого касаются, который хватают, захватывают); τον ήρπασε εκ της κόμης он его схватил за волосы; κρατώ το παιδίον εκ της χειρός держать ребёнка за руку; 4) (при обознач, выбора или целого, часть которого выделяется) из; έν εκ των δύο одно из двух; εκ δεκαπέντε ψήφων έλαβε δέκα из пятнадцати голосов он получил десять; 5) (при обознач, материала или состава) из; οϊνος εκ σταφυλών виноградное вино; επιπλα εκ ξύλου δρυός дубовая мебель; λεξικόν εξ επτά τόμων словарь в семи томах; 6) (при обознач, причины) от; по; εκ χαράς от радости; εκ της οργής от гнева, ярости; θάνατος εξ ασιτίας смерть от голода, голодная смерть; εξ αγνοίας по незнанию; εξ αμελείας по легкомыслию; τον ανεγνώρισα εκ τού χρώματος της κόμης του я его узнал по цвету волос; εξ αιτίας из-за; вследствие; по причине; εξ αίτιας του благодаря ему; из-за него; по его вине; 7) (при обознач, времени) с; εξ αρχής или ξαρχής сначала; εξ υστερης затем, после; εξ αμνημονεύτων χρόνων с незапамятных времён; εξ απαλών ονύχων с юных лет; 8) (при обознач, превращения, перемены, изменения) из; ανέστη εκ νεκρών он воскрес из мёртвых; έγινε εξ αγαθοό κακός из доброго он стал злым; 9) (при обознач, родства): συγγενής εκ πατρός родственник по отцу; 10) (входит в состав наречных выражений): εξ άλλου вместе с тем; между прочим; εξ ονόματος μου от своего имени; εκ μέρους μου я со своей стороны, с моей стороны; εξ όψεως с виду; по виду; εξ ακοής понаслышке; εξ ανάγκης по необходимости; вынужденно; εξ Άπαντος или εξάπαντος безусловно, непременно; ως εκ τούτου вследствие этого; εξ ίσου или εξίσου поровну; в такой же мере; одинаково; εξ απρόοπτου внезапно, неожиданно;

    εκ του αφανούς — незаметно; — невидимо;

    εκ συμφώνου по соглашению;
    εκ των ενόντων исходя из обстоятельств, исходя из наших возможностей; θα εξοικονομήσουμε εκ των ενόντων что-нибудь придумаем; как-нибудь выйдем из положения; εκ πείρας по опыту; εκ νέου снова, заново; μάχη εκ τού συστάδην врукопашную; εκ ταχείας быстро

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκ

  • 6 αναιρεσις

        - εως ἥ
        1) подбирание, уборка (преимущ. павших на поле сражения); погребение
        

    (νεκρῶν Thuc., Lys., Polyb.; ὀστέων Eur.; τῶν πεσόντων Plut.)

        2) надевание
        

    (θέσις καὴ ἀ. ὅπλων Plat.)

        3) принятие на себя
        

    (ἔργων Plat.)

        4) уничтожение, разрушение, истребление, разорение
        

    (Πλαταιέων Xen.; τειχῶν καὴ πόλεων Dem.)

        5) свержение
        

    (τυράννων Plut.)

        6) изъятие, отмена
        

    (ὑπατείας, δογμάτων καὴ πράξεων Plut.)

        7) лог. полное снятие (аргумента), опровержение, прямое отрицание Arst.

    Древнегреческо-русский словарь > αναιρεσις

  • 7 εγειρω

        (pf. ἐγήγερκα; pass.: fut. ἐγερθήσομαι, aor. ἐγέρθην, pf. ἐγήγερμαι, ppf. ἐγηγέρμην)
        1) будить, пробуждать

    (τινὰ ἐξ ὕπνου Hom.; τινά Aesch.; ὑπνώδεα εὐνᾶς Eur.; ἀπὸ и ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι NT.)

    ; med. пробуждаться, просыпаться, вставать
        

    (ἐξ ὕπνου Hom.)

        κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Arph.даже если ты проснешься не раньше полудня

        2) воскрешать

    (τοὺς νεκρούς, ἀπὸ τῶν и ἐκ νεκρῶν NT.)

    ; перен. восстанавливать, отстраивать
        

    (ναόν NT.)

        3) побуждать, подгонять, тж. поощрять
        

    (τινὰ ἐπὴ ἔργον Hes.; τὸν ἀκόλαστον ἐπὴ τέν ἡδονήν Plut.)

        4) разжигать раздувать

    (λαμπάδας Arph.; φλόγα Xen.)

    ; перен. разжигать, возбуждать
        

    (μάχην Hes.; πόλεμον Thuc.; ἐπιθυμίας, ὠδῖνας Plat.; Κύπριν Anth.)

        ἐγειρομένου χειμῶνος Her. — в случае, если разразится буря;
        ἐγηγερμένοι ἦσαν Thuc.они воспрянули духом

        5) заставлять звучать
        

    ἐ. λύραν Pind. — играть на лире;

        ἐ. θρῆνον Soph. — поднимать жалобный вопль;
        ἐ. τὸν μῦθον Plat.начинать рассказ

        6) воздвигать, строить
        

    (ἐγεῖραι νεών Luc.; πόλιν Anth.)

        7) (pf. в знач. praes. ἐγρήγορα, ppf. в знач. impf. ἐγρηγόρειν и ἠγρηγόρειν) проснуться, встать
        

    ἐγρήγορθε ἕκαστος Hom. — пусть никто из вас не спит;

        τὸ ἐγρηγορέναι Arst. — бодрствование;
        перен. — быть настороже, быть бдительным (φρονεῖν καὴ ἐγρηγορέναι Xen.)

    Древнегреческо-русский словарь > εγειρω

  • 8 εκσωζω

        спасать, избавлять
        

    (τινά Soph., Her.; τινὰ χερός τινος Eur.; τινὰ ἐκ τῶν κινδύνων Plat.)

        ἐκοῶσαί τινα εἰς φάος νεκρῶν πάρα Eur.вывести кого-л. из страны мертвых на свет;
        med.спасать для себя или спасаться;
        ἔ. νῆσον (v. l. ἐκφέρεσθαι) Aesch. — искать убежища на острове;
        βίοτον ἐ. Aesch. — спасать свою жизнь;
        ὃσα δένδρων ὑπείκει κλῶνας ἐκσώζεται Soph. — деревья, которые подаются (гнутся), сохраняют свои ветви

    Древнегреческо-русский словарь > εκσωζω

  • 9 παραδειγμα

        - ατος τό
        1) образец, модель (sc. τοῦ νηοῦ Her.; τῷ παραδείγματι χρῆσθαι Plat.)
        

    πρὸς τὸ π. ἀπεργάζεσθαί τι Plat.отделывать что-л. согласно образцу;

        τὸ εἶδος καὴ τὸ π. Plat.форма и прообраз

        2) пример
        

    παραδείγματος ἕνεκα τῶν μελλόντων Lys. — в качестве примера на будущее;

        τινὰ π. ποιεῖσθαι Plat.брать кого-л. в качестве примера;
        ἐπὴ παραδείγματος Aeschin. — для примера, например

        3) наглядное подтверждение, доказательство
        

    (τοῦ λόγου Thuc.)

        4) поучительный пример, урок
        τὸ π. τοῦ μέ ἀδικεῖν Lys. — пример, удерживающий от преступлений;
        τὸ σὸν π. ἔχων Soph.имея (перед глазами) твой пример

        5) подобие, изображение

    Древнегреческо-русский словарь > παραδειγμα

См. также в других словарях:

  • Βιβλίο των νεκρών — Αιγυπτιακή συλλογή κειμένων νεκρικού τύπου, τα οποία από την αρχή του Νέου Βασιλείου (1580 1350 π.Χ.) αντιγράφονταν σε πάπυρο με πλούσια εικονογράφηση και συνόδευαν τον νεκρό στον τάφο. Προέρχεται, με πολλές παραλλαγές, από τα Κείμενα των… …   Dictionary of Greek

  • νεκρών — νεκρών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος ταφής τών νεκρών, νεκροταφείο, κοιμητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μελισσ ών, μηλ ών)] …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»